- ἀταλόψυχος
- ἀτᾰλό-ψῡχος, ον,A soft-hearted,
θηλύτεραι AP5.296
(Agath.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θηλύτεραι AP5.296
(Agath.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αταλόψυχος — ἀταλόψυχος, ον (Μ) [αταλός] αυτός που έχει τρυφερή ψυχή, ευαίσθητος … Dictionary of Greek
ἀταλόψυχος — ἀταλόψῡχος , ἀταλόψυχος soft hearted masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταλοψύχοις — ἀταλοψύ̱χοις , ἀταλόψυχος soft hearted masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)